φωσφατίδια

φωσφατίδια
τα хим. фосфатиды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φωσφατίδια" в других словарях:

  • φωσφατίδια — τα, Ν (βιοχ.) άλλη ονομασία τών φωσφολιποειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphatide < phosphate (< [acide] phosphorique < φωσφόρος) + κατάλ. ide] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλίνες — Υποομάδα φωσφολιπιδίων, τα οποία είναι διαδεδομένα στους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς ως συστατικά των βιολογικών μεμβρανών. Οι σημαντικότερες κ. είναι η φωσφατιδυλοσερίνη και η φωσφατιδυλαιθανολαμίνη. Οι κ. συναντώνται σε αφθονία στους… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • λιπίνες — οι (βιοχ.) ονομασία που είχε δοθεί κατά το παρελθόν στα φωσφατίδια …   Dictionary of Greek

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • φωσφατιδοξέα — τα, Ν (βιοχ.) ομάδα φωσφογλυκεριδίων που μπορεί να θεωρηθούν ως πρόδρομες ενώσεις όλων τών άλλων φωσφογλυκεριδίων, αλλ. φωσφατιδικά οξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. acides phosphatidiques < phosphatiques < phosphatide (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • φωσφολιποειδές — το, Ν συν. στον πληθ. τα φωσφολιποειδή (βιοχ.) μεγάλη ομάδα λιποειδικών ουσιών που περιέχουν φωσφόρο και οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό δομικό και μεταβολικό ρόλο στα κύτταρα, αλλ. φωσφατίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phospholipid… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»